наболевший - ορισμός. Τι είναι το наболевший
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι наболевший - ορισμός


наболевший      
НАБОЛ'ЕВШИЙ, наболевшая, наболевшее.
1. прич. ·действ. прош. вр. от наболеть
. Наболевшее место.
2. перен. Давно мучащий, тревожащий, а потому требующий экстренных мер. Наболевший вопрос. Наболевшие нужды.
наболевший      
прил.
1) Ставший болезненным от продолжительной боли.
2) перен. Давно назревший, требующий неотложного разрешения.
наболевшее      
ср. разг.
То, что давно назрело и требует неотложного разрешения.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για наболевший
1. Помогут ли эти меры - вопрос действительно наболевший.
2. Владимир ВИНОКУР, юморист: - Это наболевший вопрос!
3. Прозвучал на прессконференции ответ на еще один наболевший вопрос.
4. Обсуждался с Путиным и наболевший вопрос газоснабжения энергетиков.
5. - Виктор Николаевич, еще один наболевший вопрос: как победить пробки?
Τι είναι наболевший - ορισμός